- ανοιδώ
- ἀνοιδῶ (-έω) (Α)1. εξογκώνομαι, φουσκώνω«κῡμα... ἀνοιδῆσαν» (Ευριπίδης), «πνεῡμα... ἀδυνατοῡν ἔξω πορευθῆναι καὶ τὰ ταύτῃ φλέβια περιστὰν και ἀνοιδῆσαν» (Πλάτων, για τον αέρα που βρίσκεται μέσα στο ανθρώπινο σώμα)2. μτφ. φουσκώνω από θυμό.[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)-* + οιδώ (-έω) «εξογκώνομαι, φουσκώνω».ΠΑΡ. ανοίδησις].
Dictionary of Greek. 2013.